- κοττος
- κόττοςὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κόττος — horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττος — horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.). * * * ο (ΑM κόττος) νεοελλ. (ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae μσν. αρχ. κύβος, ζάρι αρχ. 1. κόκορας, πετεινός 2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς… … Dictionary of Greek
КОТТ — • Κόττος, см. Έκατόγχειρες, Гекатонхейры … Реальный словарь классических древностей
Κόττον — Κόττος horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττον — κόττος horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττου — Κόττος horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττου — κόττος horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττους — Κόττος horse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττους — κόττος horse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττῳ — Κόττος horse masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)